- αβγαταίνω
- αβγατάω (αόρ. αβγάτυνα и αβγάτησα) 1. μετ. увеличивать; удлинять, надставлять;2. αμετ. увеличиваться; удлиняться; расти
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αβγαταίνω — αβγαταίνω, αβγάτυνα, αβγατισμένος βλ. πίν. 47 και πρβλ. αβγατίζω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αβγαταίνω — και τάω και τίζω (Ι) (αμετάβ.) 1. γίνομαι μεγαλύτερος ή περισσότερος, αυξάνομαι, πληθαίνω 2. προοδεύω, προκόβω (II) (μτβ.) 1. αυξάνω, πληθαίνω, πολλαπλασιάζω 2. προσφέρω περισσότερα, πλειοδοτώ 3. αποπερατώνω, τελειώνω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αβγατίζω … Dictionary of Greek
αβγατίζω — βλ. αβγαταίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Από αρχ. επίθ. ἐκβατὸς > μτγν. ἐγβατός, με αντιμετάθεση φθόγγων, ἐβγατὸς > ἐβγατίζω και ἀβγατίζω. ΠΑΡ. αβγάτα, αβγαταίνω, αβγατερός, αβγατιά, αβγατίδι, αβγάτιση, αβγάτιαμα, αβγάτιστος, αβγατιστός] … Dictionary of Greek
αυγαταίνω — αυγατιστός κ.λπ. βλ. αβγαταίνω … Dictionary of Greek
αβγατίζω — αβγάτισα, και αβγαταίνω αβγάτυνα 1. μτβ., αυξαίνω, μεγαλώνω κάτι: Την πατρική περιουσία την αβγάτισε. 2. αμτβ., αυξαίνομαι, πληθαίνω: Αβγάτισαν οι δουλειές του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)